φιλιγκράν

φιλιγκράν
το, Ν
άκλ.
1. διάτρητο δικτυωτό λεπτούργημα από λεπτά συγκολλημένα πλέγματα χρυσών, αργυρών ή γυάλινων ινών
2. δαντέλα με βελόνα, ισπανικής προέλευσης, η οποία συνδυάζει χρωματιστή και μεταλλική κλωστή
3. είδος μεταλλικού κεντήματος που χρησιμοποιείται στα λεπτά κεντήματα επίπλωσης και στον εκκλησιαστικό διάκοσμο στη Δύση
4. υδατογράφημα, υδατόσημο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. filigrane < ιταλ. filigrana < fili- (< λατ. filum «κλωστή») + grana «σπόρος» (< λατ. granum)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φιλιγκράν — φιλιγκράν, το και φιλιγκράμ, το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. διάτρητο δικτυωτό κόσμημα ή έργο τέχνης από λεπτά φύλλα ή σύρματα χρυσού ή αργύρου ή μολύβδου ή γυαλιού: Φλωρεντινά φιλιγκράν. 2. υδατόσημο (βλ. λ.), υδάτινο σημείο, λευκόσημο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • φιλιγκράνα — η, Ν το φιλιγκράν. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φιλιγκράν*] …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Ισλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ισλανδίας Έκταση: 103.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 279.384 (2002) Πρωτεύουσα: Pέικιαβικ (112.268 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της βόρειας Ευρώπης. Βρέχεται από τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό καθώς και από τη θάλασσα της… …   Dictionary of Greek

  • Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …   Dictionary of Greek

  • Μπαλί — I Νησί (3.151.162 κάτ.) της Ινδονησίας, το δυτικότερο των Μικρών Νήσων της Σούνδης. Μπορεί να θεωρηθεί ως προέκταση της Ιάβας, από την οποία χωρίζεται στα Α με τον Πορθμό Μπάλι (3 20 χλμ. πλάτος) και με την οποία έχει όμοια δομικά και κλιματικά… …   Dictionary of Greek

  • υδατόσημο — το παράσταση με υδάτινες γραμμές ή σημεία σε χαρτονομίσματα, γραμματόσημα, χαρτί αλληλογραφίας κτλ. για εξασφάλιση της γνησιότητας τους, φιλιγκράν, υδάτινο σημείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”